- υπερμαγγανικός
- -ή, -ό, Ν1. φρ. «υπερμαγγανικό άλας»χημ. συνοπτική ονομασία τών αλάτων τού υπερμαγγανικού οξέος, το οποίο δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση, αλάτων που σχηματίζουν υδατικά διαλύματα ζωηρού ιώδους χρώματος, είναι ισχυρά οξειδωτικά μέσα και χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στην ιατρική ως αντισηπτικά2. φρ. «υπερμαγγανικό κάλιο» — το κυριότερο άλας τού υπερμαγγανικού οξέος, το οποίο χρησιμοποιείται υπό μορφή πολύ αραιών διαλυμάτων ως αντισηπτικό, καθώς και για την απολύμανση τού νερού, κν. περμαγγανάτ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. permanganic < λατ. per-, το οποίο αποδόθηκε στον ελλ. τ. με το υπερ-* + manganic (βλ. μαγγάνιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.